Goodbye Margarita Karapanou (Greek author Margarita Karapanou died last Tuesday night)
Θέλω ένα ζώο.
Οι κούκλες δεν μιλάνε.
Δεν είναι ζεστές ούτε αναπνέουν.
Ούτε με αγαπάνε.
Ούτε με γλείφουν.
Θέλω ένα ζώο.
Να μ’αγαπάει, να τ’αγαπάω κι εγώ.
Θέλω ένα γατάκι.
Θα το βάζω δίπλα μου και θα το κοιτάω.
Θα είναι δικό μου, θα του δώσω ένα όνομα, θα ξέρει κι αυτό το δικό μου.
Τη νύχτα στο κρεβάτι μου το σκέφτομαι.
Ένα γατάκι στρογγυλό σαν αβγό, να κοιμάται στα πόδια μου, να με ζεσταίνει, να το ζεσταίνω κι εγώ.
Το είπα στη γιαγιά, Παρασκευή.
«Όχι, θα λερώνει το σπίτι»
«Γιαγιά, θέλω ένα γατάκι»
«Όχι»
«Γιαγιά, ένα γατάκι, το θέλω, γιαγιά»
Την άλλη μέρα, Κυριακή, ένα γατάκι κίτρινο σαν μέλι με περίμενε στην τραπεζαρία.
Άρχισα να τρέμω απο αγάπη.
Το πήρα στα γόνατά μου και κάθισα έτσι ως το βράδυ.
«Μόνο για μια βδομάδα στο έφερα» μου λέει η γιαγιά.
«Είναι δανεικό»
Ποτέ δεν θα το δώσω πίσω.
Καλύτερα να το σκοτώσω.
Πρώτη φορά που είμαι ευτυχισμένη.
Του πήρα ένα καλαθάκι κι έγινα η μαμά του.
Το’βγαλα και Δανειστούλη, κι αυτό με λέει μαμά.
Το πάω περίπατο μες το καρότσι για τις κούκλες, κι όταν έχει ήλιο ανεβάζω την κουκούλα για σκιά.
Δεν έχει λερώσει το σπίτι μια φορά.
Κάνει το πιπί του μέσα σ’ένα κουτί που το ‘βαψα χρυσό με ασημένιες ρίγες.
Οι μέρες με τον Δανειστούλη περνάν σαν ζάχαρη, είναι Πέμπτη,
Οι μέρες με τον Δανειστούλη περνάν σαν σαντιγί, είναι Παρασκευή.
Το στόμα μου μένει χαμογελαστό, αδύνατον να το κλείσω.
Τα βράδια κοιμάται μέσα στα σεντόνια μου, πάνω στην κοιλιά μου.
«Σ’αγαπώ» του λέω.
Γουργουρίζει κι η κοιλιά μου ιδρώνει απ’την αγάπη του.
«Την Κυριακή θα το δώσω», μου λέει η γιαγιά.
Η βδομάδα τελειώνει.
«Δανειστούλη μου»
Το νανουρίζω σαν μωρό.
Άρχισα την άλλη μέρα, Σάββατο.
Πρώτη φορά το’δειρα πολύ.
Δεν έκλαιγε, με κοίταζε και γουργούριζε. Νόμιζε πως το χαιδεύω.
Πήρα τα μανταλάκια για τα ρούχα και του τα’βαλα για σκουλαρίκια.
Με κοιτούσε. Καταλάβαινε πόσο τ’αγαπώ.
Ανάμεσα σε δυο κλοτσιές, έκλαιγα και το φιλούσα.
Το΄πιασα απ΄την ουρά κι άρχισα να το στριφογυρίζω σαν τ’αλογάκια του λούνα παρκ.
Δεν φώναζε. Με κοιτούσε και γουργούριζε.
Το βράδυ το πέταξα αργά και ρυθμικά πάνω στον τοίχο.
Έσπασε η ραχοκοκαλιά του, κι αυτό, σούρνοντας, ανέβηκε στα γόνατά μου και γουργούριζε.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, το κρέμασα με το κεφάλι κάτω, και του ‘μπηξα βελόνες μες τα μάτια.
«Δανειστούλη μου», του έλεγα, «Δανειστούλη μου».
Το απόγευμα, γέμισα το μπάνιο και το βλασταξα πολλή ώρα κάτω απ’το νερό.
Τα πόδια του χτυπούσαν την μπανιέρα για ν’ανέβει ν’ανασάνει.
Σαν δεν κουνούσε πια, το’βαλα στο καλαθάκι του και το σκέπασα με τη ροζ κουβερτούλα, το πήγα στη γιαγιά.
Το άφησα στην τραπεζαρία.
Κυριακή το βράδυ.
No comments:
Post a Comment